υπεροχος

υπεροχος
    ὑπέροχος
    эп. ὑπείροχος 2
    1) превосходящий других, выдающийся, замечательный
    

(ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων Hom.)

    οἱ ὑπείροχοι τῶν ἀστῶν Her. — выдающиеся (знатные) граждане;
    ὑπείροχον εἶδος ἔχειν HH. — превосходить (других своей) внешностью

    2) исполинский
    

(θῆρες Pind.; Ἄτλαντος σθένος Aesch.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "υπεροχος" в других словарях:

  • Ὑπέροχος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπέροχος — prominent masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπέροχος — η, ο / ὑπέροχος, ον, ΝΜΑ, και επικ. ιων. τ. ὑπείροχος, ον, Α [ὑπερέχω] αυτός που υπερέχει, που ξεχωρίζει, έξοχος, θαυμάσιος, εξαιρετικός (α. «υπέροχος ομιλητής» β. «υπέροχη βραδιά» γ. «θῆρες ἐν πελάγεσιν ὑπέροχοι» Πίνδ. δ. «ὑπείροχος ἑσπερίη»,… …   Dictionary of Greek

  • υπέροχος — η, ο επίρρ. α αυτός που υπερέχει, έξοχος, εξαίσιος, εξαιρετικός: Υπέροχο θέαμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὑπεροχώτατον — ὑπέροχος prominent masc acc superl sg ὑπέροχος prominent neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπείροχον — ὑπέροχος prominent masc/fem acc sg (epic ionic) ὑπέροχος prominent neut nom/voc/acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπέροχον — ὑπέροχος prominent masc/fem acc sg ὑπέροχος prominent neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπειρόχου — ὑπέροχος prominent masc/fem/neut gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπειρόχους — ὑπέροχος prominent masc/fem acc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπεροχωτάτους — ὑπέροχος prominent masc acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὑπερόχου — Ὑπέροχος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»